- παλαβωμάρα
- ηβλ. παλαβομάρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-μάρα — παραγωγική κατάληξη τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή κάποια χαρακτηριστική ιδιότητα. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε από ουσιαστικά σε μός (πρβλ. βαρεμός… … Dictionary of Greek
παλαβομάρα — και δ. γρφ. παλαβωμάρα, η 1. διανοητική ανισορροπία, παραφροσύνη, τρέλα 2. συμπεριφορά, λόγος ή πράξη, τού παλαβού, ανθρώπου διανοητικά αρρώστου, ανοησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαβός / παλαβώνω + κατάλ. μάρα (πρβλ. χαζο μάρα)] … Dictionary of Greek